οσιουργώ

οσιουργώ
ὁσιουργῶ, -έω (Α) [οσιουργός]
1. εκτελώ όσια έργα
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁσιουργῆσαι
ἀποκαρδιουργῆσαι, καὶ τὸ ἐπιλέγειν ἐν ταῑς θυσίαις, ὅταν ἀπάρχωνται τῶν θεῶν αὐτῶν».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”